ολιγόχαιτοι

ολιγόχαιτοι
(oligochaetae). Τάξη χαιτοπόδων σκουληκιών, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εξαρτημάτων και παραπόδων. Οι σμήριγγές τους είναι λίγες και απλές. Οι ο. είναι μικρότεροι σκώληκες με εμφανή εξωτερική μεταμέρεια. Οι περισσότεροι ζουν στα γλυκά νερά ενώ ελάχιστοι απαντούν στη θάλασσα. Κυρίως ζουν στις τροπικές περιοχές όπου το μήκος τους ξεπερνάει τα 2 μ. Δεν έχουν βράγχια και το αίμα τους είναι κόκκινο εξαιτίας της διαλυμένης σε αυτό αιμογλοβίνης. Είναι ερμαφρόδιτοι και στη διάρκεια της σύζευξής τους ανταλλάσσουν αμοιβαία σπερματοζωάρια. Μετά τη γονιμοποίηση, τα αβγά αποβάλλονται από το σώμα και συγκεντρώνονται σε ένα χιτινώδες βομβύκιο. Ορισμένα είδη μερικών οικογενειών πολλαπλασιάζονται αγενώς και μερικά είδη παρουσιάζουν παρθενογένεση. Τα περισσότερα τρέφονται με φυτικές ουσίες που τις καταπίνουν μαζί με το χώμα. Μερικά είναι σαρκοφάγα. Οι ο. συμβάλλουν πολύ στην κύκλιση των ουσιών στα νερά και στα εδάφη, καθορίζοντας τους ρυθμούς σχηματισμού της Ιλύος και των ανόργανων ιζημάτων των γλυκών νερών και επηρεάζοντας την υφή των εδαφών και τον σχηματισμό του χούμου. Έχουν επίσης μεγάλη σημασία για τον αυτοκαθαρισμό των ποταμών και των λιμνών και χρησιμεύουν σαν τροφή των ψαριών.
* * *
οι
ζωολ. ομοταξία τού φύλου τών δακτυλιοσκωλήκων, που περιλαμβάνει τους σκώληκες οι οποίοι ζουν στο έδαφος και στα γλυκά νερά, καθώς και λίγα θαλάσσια είδη, και τών οποίων οι δακτύλιοι δεν φέρουν μεγάλο αριθμό σμηρίγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oligochetes < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + χαίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερμαφροδιτισμός — Η εμφάνιση των γεννητικών οργάνων και των δύο φύλων σε ένα και το αυτό άτομο. Ένα ζώο αυτού του τύπου (ερμαφρόδιτο) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αρσενικό ούτε ως θηλυκό, αλλά θεωρείται ότι ανήκει και στα δύο φύλα· στο άτομο αυτό η ωρίμανση… …   Dictionary of Greek

  • σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… …   Dictionary of Greek

  • φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”